tailoring$516852$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tailoring$516852$ - translation to ελληνικό

PERSON WHO MAKES, REPAIRS, OR ALTERS CLOTHING PROFESSIONALLY
Tailors; Tailoring; Tailor-made; Sartorialism; Tailored; Tailoress; Personal tailoring; Master tailor; Rodeo tailor; Tailor's posture; Rock of eye; Tailor's
  • Seamstress at work. [[Buryatia]], [[Russia]]
  • Master Tailor Agne Wideheim (1918–2007), [[Sweden]], in the tailor's posture

tailoring      
n. ραπτική

Ορισμός

Tailored

Βικιπαίδεια

Tailor

A tailor is a person who makes or alters clothing, particularly in men's clothing. The Oxford English Dictionary dates the term to the thirteenth century.